εφοδος

εφοδος
    ἔφοδος
    ἔφ-οδος
    I
    ἥ
    1) путь (к чему-л.), доступ, подход, подступ
    

(ἐπὴ τοὺς πολεμίους Xen.)

    ἄλλῃ ἐφόδῳ ἐπιὼν τῷ λόφῳ Thuc. — подойдя к холму другим путем

    2) средство, способ
    

γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Thuc. — более путем убеждения, чем силы

    3) сношение, общение
    

(αἱ παρ΄ ἀλλήλους ἔφοδοι Thuc.)

    4) доступ
    

(ἔφοδον δοῦναί τινι ἐπὴ τοὺς πολλούς Polyb.)

    5) привоз, доставка
    

(ἀποκλείειν τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων Xen.)

    6) план, метод
    

(τῆς ἐξηγήσεως Polyb.)

    κατὰ τέν παροῦσαν ἔφοδον Arst. — согласно настоящему плану

    7) нападение, приступ, набег, натиск
    

(στρατιᾶς Thuc.; στρατεύματος Xen.; πολεμίων Arst.)

    ἔφοδον ποιεῖσθαι Thuc. — совершать нападение;
    ἔφοδον δέξασθαι Plat. или ὑπομεῖναι Polyb. — выдержать натиск;
    ἔφοδοι μελανείμονες Aesch. — натиск одетых в черное (Эриний);
    ἔ. κύματος Arst., Plut.; — наводнение;
    ἐξ ἐφόδου Polyb., Plut.; — с первого же удара, с ходу

    II
    ὅ производящий осмотр или проверку Xen., Polyb.
    III
    2
    доступный
    

ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῖς πολεμίοις Thuc. — там, куда неприятели имели наилучший доступ


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Полезное


Смотреть что такое "εφοδος" в других словарях:

  • ἔφοδος — 1 accessible masc/fem nom sg ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc nom sg ἔφοδος 3 approach fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …   Dictionary of Greek

  • έφοδος — η 1. επίθεση ξαφνική, επιδρομή: Το ύψωμα καταλήφθηκε με την πρώτη έφοδο. 2. έλεγχος φρουρών, φυλάκων κατά την ώρα εκτέλεσης της υπηρεσίας τους: Νυχτερινή έφοδος στα φυλάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔφοδον — ἔφοδος 1 accessible masc/fem acc sg ἔφοδος 1 accessible neut nom/voc/acc sg ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc acc sg ἔφοδος 3 approach fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδοις — ἔφοδος 1 accessible masc/fem/neut dat pl ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc dat pl ἔφοδος 3 approach fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδοισι — ἔφοδος 1 accessible masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc dat pl (epic ionic aeolic) ἔφοδος 3 approach fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδοισιν — ἔφοδος 1 accessible masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc dat pl (epic ionic aeolic) ἔφοδος 3 approach fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδου — ἔφοδος 1 accessible masc/fem/neut gen sg ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc gen sg ἔφοδος 3 approach fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδους — ἔφοδος 1 accessible masc/fem acc pl ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc acc pl ἔφοδος 3 approach fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδων — ἔφοδος 1 accessible masc/fem/neut gen pl ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc gen pl ἔφοδος 3 approach fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόδῳ — ἔφοδος 1 accessible masc/fem/neut dat sg ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc dat sg ἔφοδος 3 approach fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»